βράδυ, τὸ
Ερμηνεία:
βράδυ, τὸ [η βραδιά, η εσπέρα]. Το βράδυ είναι εκείνο το τμήμα του εικοσιτετραώρου που ξεκινάει μόλις δύσει ο ήλιος. Διαρκεί λίγες ώρες, οπόταν ακολουθεί η νύχτα, που διαρκεί μέχρι την επομένη ανατολή. Πολλές φορές όμως με τη λέξη βράδυ εννοείται η νύχτα. Ο Παπαδιαμάντης σαφώς ξεχωρίζει το βράδυ από τη νύχτα.
Ετυμολογία:
< Μεσαιωνικά Ελληνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου βραδύς, βραδεία, βραδύ (με μετάθεση του τονισμού στο άλφα). < Αρχ. βραδύ (αυτό που φαίνεται ότι καθυστερεί να έλθει, όπως οι τελευταίες ώρες της ημέρας]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Π.χ...... Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του… [Ο ἔρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|